ξηροστομία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξηροστομία θηλυκό
- σύμπτωμα ασθένειας ή γενικά προβλήματος υγείας, κατά το οποίο στεγνώνει το στόμα και το άτομο δεν έχει ή αισθάνεται να μην έχει επαρκή σίελο στο στόμα του
- Μερικά σκευάσματα προκαλούν ξηροστομία ως παρενέργεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξηροστομία
|