Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξηροστομία οι ξηροστομίες
      γενική της ξηροστομίας των ξηροστομιών
    αιτιατική την ξηροστομία τις ξηροστομίες
     κλητική ξηροστομία ξηροστομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξηροστομία < ξηρός + στόμα + -ία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξηροστομία θηλυκό

  1. σύμπτωμα ασθένειας ή γενικά προβλήματος υγείας, κατά το οποίο στεγνώνει το στόμα και το άτομο δεν έχει ή αισθάνεται να μην έχει επαρκή σίελο στο στόμα του
    Μερικά σκευάσματα προκαλούν ξηροστομία ως παρενέργεια

  Μεταφράσεις επεξεργασία