Δείτε επίσης: ξεχειμάζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεχειμωνιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξεχειμωνιάζω / ἐξηχειμωνιάζω / ξηχειμωνιάζω. Μορφολογικά αναλύεται σε ἐκ (ξε-)+ χειμών(ας) + -ιάζω [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kse.çi.moˈɲa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξε‐χει‐μω‐νιά‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

ξεχειμωνιάζω, αόρ.: ξεχειμώνιασα (χωρίς παθητική φωνή)

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη χειμώνας

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία