Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεστρατίζω < μεσαιωνική ελληνική < ξε- + στράτα + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

ξεστρατίζω, πρτ.: ξεστράτιζα, στ.μέλλ.: θα ξεστρατίσω, αόρ.: ξεστράτισα, μτχ.π.π.: ξεστρατισμένος

  1. βγαίνω από το δρόμο μου και ακολουθώ άλλη (συχνά λανθασμένη) πορεία
  2. (μεταφορικά) παρεκκλίνω από τον αρχικό μου προορισμό, χάνω το στόχο μου
     συνώνυμα: ξεφεύγω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία