Δείτε επίσης: αποστράβωμα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεστράβωμα τα ξεστραβώματα
      γενική του ξεστραβώματος των ξεστραβωμάτων
    αιτιατική το ξεστράβωμα τα ξεστραβώματα
     κλητική ξεστράβωμα ξεστραβώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεστράβωμα < ξεστραβώνω + -μα < ξε- + στραβώνω < στραβός < αρχαία ελληνική στραβός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)twer- / *(s)tur- (στρέφω, περιστρέφω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kseˈstɾa.vo.ma/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεστράβωμα ουδέτερο

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία