ξενυχτισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξενυχτισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξενυχτίζω και ξενυχτώ
Μετοχή επεξεργασία
ξενυχτισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ξενυχτίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξενυχτισμένος
|
ξενυχτισμένος, -η, -ο
|