Δείτε επίσης: ξεναγῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεναγώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ξεναγῶ, συνηρημένος τύπος του ξεναγέω (οδηγώ ξένους, αρχική σημασία: είμαι αρχηγός μισθοφόρων) < ξεναγός [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kse.naˈɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξε‐να‐γώ
ομόηχο: ξεναγό

  Ρήμα επεξεργασία

ξεναγώ, αόρ.: ξενάγησα, παθ.φωνή: ξεναγούμαι, π.αόρ.: ξεναγήθηκα, μτχ.π.π.: ξεναγημένος

  1. παρουσιάζω σε επισκέπτες ένα μέρος, περιγράφω την τοπολογία και ιστορία μιας περιοχής
  2. (μεταφορικά) εισάγω κάποιον σε έναν τομέα που δεν του είναι γνώριμος [2]

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις ξένος και άγω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ξεναγώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ξεναγώΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)