Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεμασκαλίζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ξεμασκαλίζω, αόρ.: ξεμασκάλισα, παθ.φωνή: ξεμασκαλίζομαι, π.αόρ.: ξεμασκαλίστηκα, μτχ.π.π.: ξεμασκαλισμένος

  1. κόβω βλαστό από τη μασχάλη φυτού, συνήθως για να τον χρησιμοποιήσω σαν μόσχευμα
  2. εξαρθρώνω, βγάζω τη μασχάλη

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία