Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξελαιμιάζομαι < ξε και λαιμός και -ιάζω και -ιάζομαι (μου βγαίνει ο λαιμός)

  Ρήμα επεξεργασία

ξελαιμιάζομαι (αποθετικό ρήμα)

  1. νιώθω καταπόνηση ή και ο πόνο του αυχένα όταν κρατάω πολλή ώρα σηκωμένο και τεντωμένο ψηλά το κεφάλι ή όταν το κρατώ στραμμένο πολλή ώρα προς την ίδια κατεύθυνση
    Ξελαιμιάστηκε ο ταλαίπωρος όλη νύχτα να την κοιτά και να ξεροσταλιάζει, αλλά αυτή η κακούργα...

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία