ξεκουρδισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεκουρδισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεκουρδίζω
Μετοχή
επεξεργασίαξεκουρδισμένος, -η, -ο
- (μουσική) που έχει ξεκουρδιστεί, που οι χορδές του έχουν χαλαρώσει
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεκουρδισμένος
|