ξεκολλημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξεκολλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεκολλώ
Μετοχή επεξεργασία
ξεκολλημένος, -η, -ο
- που ήταν κολλημένος αλλά τώρα είτε κάποιος τον έχει αποσπάσει από τη θέση του ή έχει ξεκολλήσει μόνος του (π.χ. από φθορά)
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξεκολλημένος
|