Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεκαπνίζω <
  1. ξε- + καπνίζω
  2. ξεκαπνίζω την εξάτμιση (οδηγώντας με υψηλές στροφές)

  Ρήμα επεξεργασία

ξεκαπνίζω

  1. αφαιρώ την καπνιά που έχει επικαθίσει σε μια επιφάνεια
  2. (για αυτοκίνητα) οδηγώ ανεβάζοντας ψηλά τις στροφές του κινητήρα

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία