Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξεκάπνισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ξεκάπνισμα
τα
ξεκαπνίσμα
τ
α
γενική
του
ξεκαπνίσμα
τ
ος
των
ξεκαπνισμά
τ
ων
αιτιατική
το
ξεκάπνισμα
τα
ξεκαπνίσμα
τ
α
κλητική
ξεκάπνισμα
ξεκαπνίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξεκάπνισμα
<
ξεκαπνίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ξεκάπνισμα
ουδέτερο
αφαιρώ
την
καπνιά
από κάτι (
καπνοδόχο
,
τοίχο
, κ.λπ.)
Συγγενικά
επεξεργασία
ξεκαπνίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξεκάπνισμα