↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεδιαλυμένος η ξεδιαλυμένη το ξεδιαλυμένο
      γενική του ξεδιαλυμένου της ξεδιαλυμένης του ξεδιαλυμένου
    αιτιατική τον ξεδιαλυμένο την ξεδιαλυμένη το ξεδιαλυμένο
     κλητική ξεδιαλυμένε ξεδιαλυμένη ξεδιαλυμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεδιαλυμένοι οι ξεδιαλυμένες τα ξεδιαλυμένα
      γενική των ξεδιαλυμένων των ξεδιαλυμένων των ξεδιαλυμένων
    αιτιατική τους ξεδιαλυμένους τις ξεδιαλυμένες τα ξεδιαλυμένα
     κλητική ξεδιαλυμένοι ξεδιαλυμένες ξεδιαλυμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεδιαλυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεδιαλύνω

ξεδιαλυμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία