↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεγοφιασμένος η ξεγοφιασμένη το ξεγοφιασμένο
      γενική του ξεγοφιασμένου της ξεγοφιασμένης του ξεγοφιασμένου
    αιτιατική τον ξεγοφιασμένο την ξεγοφιασμένη το ξεγοφιασμένο
     κλητική ξεγοφιασμένε ξεγοφιασμένη ξεγοφιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεγοφιασμένοι οι ξεγοφιασμένες τα ξεγοφιασμένα
      γενική των ξεγοφιασμένων των ξεγοφιασμένων των ξεγοφιασμένων
    αιτιατική τους ξεγοφιασμένους τις ξεγοφιασμένες τα ξεγοφιασμένα
     κλητική ξεγοφιασμένοι ξεγοφιασμένες ξεγοφιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεγοφιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεγοφιάζω

ξεγοφιασμένος, -η, -ο

  • που του βγήκε ο γοφός, που του εξαρθρώθηκε ο γοφός (κυριολεκτικά ή μεταφορικά) από κάποια απότομη κίνηση ή ιδιαίτερα κοπιαστική εργασία
  • → δείτε τη λέξη ξεγοφιάζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία