ξεγεννημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξεγεννημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεγεννώ
Μετοχή επεξεργασία
ξεγεννημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ξεγεννώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξεγεννημένος
|
ξεγεννημένος, -η, -ο
|