Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξανοιγμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ξανοιγμέν
ος
η
ξανοιγμέν
η
το
ξανοιγμέν
ο
γενική
του
ξανοιγμέν
ου
της
ξανοιγμέν
ης
του
ξανοιγμέν
ου
αιτιατική
τον
ξανοιγμέν
ο
την
ξανοιγμέν
η
το
ξανοιγμέν
ο
κλητική
ξανοιγμέν
ε
ξανοιγμέν
η
ξανοιγμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ξανοιγμέν
οι
οι
ξανοιγμέν
ες
τα
ξανοιγμέν
α
γενική
των
ξανοιγμέν
ων
των
ξανοιγμέν
ων
των
ξανοιγμέν
ων
αιτιατική
τους
ξανοιγμέν
ους
τις
ξανοιγμέν
ες
τα
ξανοιγμέν
α
κλητική
ξανοιγμέν
οι
ξανοιγμέν
ες
ξανοιγμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξανοιγμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ξανοίγω
Μετοχή
επεξεργασία
ξανοιγμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
ξανοίγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξανοιγμένος