ξαναϊδωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξαναϊδωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξαναβλέπω
Μετοχή επεξεργασία
ξαναϊδωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ξαναβλέπω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξαναϊδωμένος
|
ξαναϊδωμένος, -η, -ο
|