Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξαναμιλημένος η ξαναμιλημένη το ξαναμιλημένο
      γενική του ξαναμιλημένου της ξαναμιλημένης του ξαναμιλημένου
    αιτιατική τον ξαναμιλημένο την ξαναμιλημένη το ξαναμιλημένο
     κλητική ξαναμιλημένε ξαναμιλημένη ξαναμιλημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξαναμιλημένοι οι ξαναμιλημένες τα ξαναμιλημένα
      γενική των ξαναμιλημένων των ξαναμιλημένων των ξαναμιλημένων
    αιτιατική τους ξαναμιλημένους τις ξαναμιλημένες τα ξαναμιλημένα
     κλητική ξαναμιλημένοι ξαναμιλημένες ξαναμιλημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξαναμιλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξαναμιλώ

  Μετοχή επεξεργασία

ξαναμιλημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία