ξαναμιλημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξαναμιλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξαναμιλώ
Μετοχή επεξεργασία
ξαναμιλημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ξαναμιλώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξαναμιλημένος
|
ξαναμιλημένος, -η, -ο
|