ξαναμαθαίνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ξαναμαθαίνω
- μαθαίνω για ακόμη μια φορά κάτι που έχω ήδη μάθει
- ↪ Είχα ξεχάσει κάποιες αγγλικές λέξεις, οπότε έκατσα και τις ξαναέμαθα.
Κλίση επεξεργασία
- → λείπει η κλίση → δείτε τη λέξη μαθαίνω