ξανάσασμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξανάσασμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξανάσασμα ουδέτερο
- η εκ νέου αναπνοή
- η ανακούφιση, το ξαλάφρωμα, η ξεκούραση
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξανάσασμα
|
ξανάσασμα ουδέτερο
|