ξάσπρισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξάσπρισμα < ξασπρίζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξάσπρισμα ουδέτερο
- το άσπρισμα στους τοίχους ενός σπιτιού ή κτιρίου, συνήθως όμως μικρού οικοδομήματος
- το ξεθώριασμα, ο αποχρωματισμός (για ύφασμα) από τα πολλά πλυσίματα ή γενικά τη φθορά που υπέστη λόγω χρήσης ή από την έκθεση στον ήλιο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξάσπρισμα