Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξάκρισμα τα ξακρίσματα
      γενική του ξακρίσματος των ξακρισμάτων
    αιτιατική το ξάκρισμα τα ξακρίσματα
     κλητική ξάκρισμα ξακρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξάκρισμα < ξακρίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξάκρισμα ουδέτερο

  1. το να κόβονται στα άκρα, οι άκριες που περισσεύουν (σε τρίχες, ύφασμα, φυτά κ.λπ.)
  2. το να επιμελείται κάποιος κάτι (π.χ. στη βιβλιοδεσία, η σωστή αποκοπή των περιθωρίων των σελίδων)
  3. το να καλλιεργεί κάποιος ένα χωράφι απ' άκρη σ' άκρη χωρίς να αφήνει αφρόντιστο ούτε μισό μέτρο
  4. το ξεμονάχιασμα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία