νωθρά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νωθρά < νωθρός
Επίρρημα επεξεργασία
νωθρά
- αργά και τεμπέλικα
- (για σκέψη) αποφεύγοντας περίπλοκους συλλογισμούς
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
νωθρά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του νωθρό