νυμφών
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | νυμφών | οἱ | νυμφῶνες | ||||
γενική | τοῦ | νυμφῶνος | τῶν | νυμφώνων | ||||
δοτική | τῷ | νυμφῶνῐ | τοῖς | νυμφῶσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | νυμφῶνᾰ | τοὺς | νυμφῶνᾰς | ||||
κλητική ὦ! | νυμφών | νυμφῶνες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νυμφῶνε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | νυμφώνοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- νυμφών (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική νύμφ(η) + -ών
Ουσιαστικό επεξεργασία
νυμφών, -ῶνος αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) το νυφικό δωμάτιο, ο νυμφώνας
Πηγές επεξεργασία
- νυμφών - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νυμφών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.