νυμφευμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νυμφευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου νυμφεύω, νυμφεύομαι
Μετοχή επεξεργασία
νυμφευμένος, -η, -ο
- που έχει νυμφευτεί
Συνώνυμα επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη παντρεμένος
Αντώνυμα επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ανύπαντρος
Μεταφράσεις επεξεργασία
νυμφευμένος
|