Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

νυκτικόραξ < αρχαία ελληνική νυκτικόραξ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νυκτικόραξ αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική νυκτικόραξ οἱ νυκτικόρακες
      γενική τοῦ νυκτικόρακος τῶν νυκτικοράκων
      δοτική τῷ νυκτικόρακ τοῖς νυκτικόραξ(ν)
    αιτιατική τὸν νυκτικόρακ τοὺς νυκτικόρακᾰς
     κλητική ! νυκτικόραξ νυκτικόρακες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νυκτικόρακε
γεν-δοτ τοῖν  νυκτικοράκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νυκτικόραξ < νύξ + κόραξ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νυκτικόραξ αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία