Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντόμπρα < ντόμπρος

  Επίρρημα επεξεργασία

ντόμπρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ντόμπρα ουδέτερο άκλιτο

  • νόμισμα του Σάο Τομέ και Πρίνσιπε

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ντόμπρα