ντόμπρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ντόμπρα < ντόμπρος
Επίρρημα επεξεργασία
ντόμπρα
- καθαρά, χωρίς περιττές κομψότητες και υπεκφυγές, με ευθύτητα
- Συζητήσανε ντόμπρα και τελικά χωρίσανε σαν φίλοι
Ουσιαστικό επεξεργασία
ντόμπρα ουδέτερο άκλιτο
- νόμισμα του Σάο Τομέ και Πρίνσιπε
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ντόμπρα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
νομισματική μονάδα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ντόμπρα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ντόμπρο