Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ντραμίστας οι ντραμίστες
      γενική του ντραμίστα των ντραμιστών
    αιτιατική τον ντραμίστα τους ντραμίστες
     κλητική ντραμίστα ντραμίστες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ντραμίστας

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντραμίστας < ντραμς + -ίστας < αγγλική drum • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ντραμίστας αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία