ντουμπλαρισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ντουμπλαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ντουμπλάρω
Μετοχή επεξεργασία
ντουμπλαρισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ντουμπλάρω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ντουμπλαρισμένος
|