ντοματιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ντοματιά | οι | ντοματιές |
γενική | της | ντοματιάς | των | ντοματιών |
αιτιατική | την | ντοματιά | τις | ντοματιές |
κλητική | ντοματιά | ντοματιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ντοματιά θηλυκό
- (φυτό) το φυτό Στρύχνον το λυκοπερσικόν (Solanum lycopersicum) από το οποίο βγαίνουν οι ντομάτες