Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νταβαντούρι τα νταβαντούρια
      γενική του νταβαντουριού των νταβαντουριών
    αιτιατική το νταβαντούρι τα νταβαντούρια
     κλητική νταβαντούρι νταβαντούρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Η γενική αδόκιμη.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νταβαντούρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική tevatür (διάδοση) + με ηχηροποίηση [t] > [d] κατά το τομάτα > ντομάτα[1] < αραβική تواتر tawātur

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /da.vaˈdu.ɾi/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νταβαντούρι ουδέτερο

  1. μεγάλος θόρυβος
     συνώνυμα: σαματάς, φασαρία
     αντώνυμα: ηρεμία, ησυχία, γαλήνη, σιωπή
  2. (μεταφορικά) διασκέδαση
     συνώνυμα: γούστο, πλάκα
  3. συμπλοκή
     συνώνυμα: χαμός

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία