ταβατούρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ταβατούρι | τα | ταβατούρια |
γενική | του | ταβατουριού | των | ταβατουριών |
αιτιατική | το | ταβατούρι | τα | ταβατούρια |
κλητική | ταβατούρι | ταβατούρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ταβατούρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική tavatṻr (παρουσία πολλών μαρτύρων στο δικαστήριο) + -ι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ta.vaˈtu.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐βα‐τού‐ρι
Ουσιαστικό επεξεργασία
ταβατούρι ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ταβατούρι
|