ντέφι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ντέφι | τα | ντέφια |
γενική | του | ντεφιού | των | ντεφιών |
αιτιατική | το | ντέφι | τα | ντέφια |
κλητική | ντέφι | ντέφια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ντέφι < (άμεσο δάνειο) τουρκική tef < περσική (daf)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ντέφι ουδέτερο
- (μουσικό όργανο) κρουστό μουσικό όργανο
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ντέφι στη Βικιπαίδεια