ντάλια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ντάλια | οι | ντάλιες |
γενική | της | ντάλιας | — | |
αιτιατική | την | ντάλια | τις | ντάλιες |
κλητική | ντάλια | ντάλιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ντάλια < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ντάλια θηλυκό
- (φυτό) είδος καλλωπιστικού φυτού
- (λουλούδι) το άνθος αυτού του φυτού