Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νουμερολογία οι νουμερολογίες
      γενική της νουμερολογίας των νουμερολογιών
    αιτιατική τη νουμερολογία τις νουμερολογίες
     κλητική νουμερολογία νουμερολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νουμερολογία < νούμερ(ο) + -ο- + -λογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νουμερολογία θηλυκό

  • είδος μαντείας που βασίζεται στην αριθμητική ανάλυση των χαρακτηριστικών ενός ανθρώπου

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία