Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νοστιμισμένος η νοστιμισμένη το νοστιμισμένο
      γενική του νοστιμισμένου της νοστιμισμένης του νοστιμισμένου
    αιτιατική τον νοστιμισμένο τη νοστιμισμένη το νοστιμισμένο
     κλητική νοστιμισμένε νοστιμισμένη νοστιμισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νοστιμισμένοι οι νοστιμισμένες τα νοστιμισμένα
      γενική των νοστιμισμένων των νοστιμισμένων των νοστιμισμένων
    αιτιατική τους νοστιμισμένους τις νοστιμισμένες τα νοστιμισμένα
     κλητική νοστιμισμένοι νοστιμισμένες νοστιμισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νοστιμισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου νοστιμίζω και νοστιμεύω

  Μετοχή επεξεργασία

νοστιμισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία