νοστιμισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νοστιμισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου νοστιμίζω και νοστιμεύω
Μετοχή επεξεργασία
νοστιμισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη νοστιμίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
νοστιμισμένος
|