νοσηλεύω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νοσηλεύω < αρχαία ελληνική
Ρήμα επεξεργασία
νοσηλεύω, πρτ.: νοσήλευα, στ.μέλλ.: θα νοσηλεύσω, αόρ.: νοσήλευσα, παθ.φωνή: νοσηλεύομαι, μτχ.π.π.: νοσηλευμένος
- παρέχω ιατρική φροντίδα
- (ειδικότερα) παρέχω ιατρική φροντίδα σε νοσοκομείο (ή άλλο νοσηλευτήριο) και σε ασθενείς που διανυκτερεύουν μέσα σε αυτό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ειδικότερα σε νοσοκομείο