Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νοολογικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
νοολογικ
ός
η
νοολογικ
ή
το
νοολογικ
ό
γενική
του
νοολογικ
ού
της
νοολογικ
ής
του
νοολογικ
ού
αιτιατική
τον
νοολογικ
ό
τη
νοολογικ
ή
το
νοολογικ
ό
κλητική
νοολογικ
έ
νοολογικ
ή
νοολογικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
νοολογικ
οί
οι
νοολογικ
ές
τα
νοολογικ
ά
γενική
των
νοολογικ
ών
των
νοολογικ
ών
των
νοολογικ
ών
αιτιατική
τους
νοολογικ
ούς
τις
νοολογικ
ές
τα
νοολογικ
ά
κλητική
νοολογικ
οί
νοολογικ
ές
νοολογικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
νοολογικός
<
νοολογ(ία)
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
νοολογικός, -ή, -ό
(
φιλοσοφία
) σχετικός με την
νοολογία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νοολογικός