νοησιαρχικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νοησιαρχικός < νοησιαρχία + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
νοησιαρχικός
- (φιλοσοφία) που έχει σχέση με την νοησιαρχία ή αναφέρεται σ’ αυτήν
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις νοησιαρχία, νόηση, νους και άρχω
Μεταφράσεις επεξεργασία
νοησιαρχικός
|