νευρόσπαστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νευρόσπαστος < αρχαία ελληνική νευρόσπαστος
Επίθετο επεξεργασία
νευρόσπαστος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που έχει σχέση με νευρόσπαστο ή αναφέρεται σ’ αυτό
- (μεταφορικά) υπερβολικά νευρικός
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νευρόσπαστος
|