Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νευροψυχολογικός η νευροψυχολογική το νευροψυχολογικό
      γενική του νευροψυχολογικού της νευροψυχολογικής του νευροψυχολογικού
    αιτιατική τον νευροψυχολογικό τη νευροψυχολογική το νευροψυχολογικό
     κλητική νευροψυχολογικέ νευροψυχολογική νευροψυχολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νευροψυχολογικοί οι νευροψυχολογικές τα νευροψυχολογικά
      γενική των νευροψυχολογικών των νευροψυχολογικών των νευροψυχολογικών
    αιτιατική τους νευροψυχολογικούς τις νευροψυχολογικές τα νευροψυχολογικά
     κλητική νευροψυχολογικοί νευροψυχολογικές νευροψυχολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νευροψυχολογικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

νευροψυχολογικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία