νευροεκφύλιση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νευροεκφύλιση | οι | νευροεκφυλίσεις |
γενική | της | νευροεκφύλισης* | των | νευροεκφυλίσεων |
αιτιατική | τη | νευροεκφύλιση | τις | νευροεκφυλίσεις |
κλητική | νευροεκφύλιση | νευροεκφυλίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, νευροεκφυλίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- νευροεκφύλιση < νευρο- + εκφύλιση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική neurodegeneration[1] ή γαλλική neurodégénérescence[1])
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ne.vro.ekˈfi.li.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νευ‐ρο‐εκ‐φύ‐λι‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
νευροεκφύλιση θηλυκό
- (ιατρική) άλλη μορφή του νευροεκφυλισμός
Συγγενικά επεξεργασία
- νευροεκφυλιστικός
- → δείτε τις λέξεις νεύρο, εκφυλίζω και φύλο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νευροεκφύλιση
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ 1,0 1,1 νευροεκφυλισμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)