νεοπροσλαμβανόμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νεοπροσλαμβανόμενος < νεο- + προσλαμβανόμενος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ne.o.pɾo.slaɱ.vaˈno.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐ο‐προ‐σλαμ‐βα‐νό‐με‐νος
Μετοχή επεξεργασία
νεοπροσλαμβανόμενος, -η, -ο
- (νεολογισμός) που τώρα προσλαμβάνεται για πρώτη φορά
- ※ Νεοπροσλαμβανόμενοι στην εποχή της πανδημίας (*, Η Καθημερινή, 4 Σεπτεμβρίου 2020)
Μεταφράσεις επεξεργασία
νεοπροσλαμβανόμενος
|
Πηγές επεξεργασία
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr