Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεοπροσλαμβανόμενος η νεοπροσλαμβανόμενη το νεοπροσλαμβανόμενο
      γενική του νεοπροσλαμβανόμενου της νεοπροσλαμβανόμενης του νεοπροσλαμβανόμενου
    αιτιατική τον νεοπροσλαμβανόμενο τη νεοπροσλαμβανόμενη το νεοπροσλαμβανόμενο
     κλητική νεοπροσλαμβανόμενε νεοπροσλαμβανόμενη νεοπροσλαμβανόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεοπροσλαμβανόμενοι οι νεοπροσλαμβανόμενες τα νεοπροσλαμβανόμενα
      γενική των νεοπροσλαμβανόμενων των νεοπροσλαμβανόμενων των νεοπροσλαμβανόμενων
    αιτιατική τους νεοπροσλαμβανόμενους τις νεοπροσλαμβανόμενες τα νεοπροσλαμβανόμενα
     κλητική νεοπροσλαμβανόμενοι νεοπροσλαμβανόμενες νεοπροσλαμβανόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεοπροσλαμβανόμενος < νεο- + προσλαμβανόμενος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ne.o.pɾo.slaɱ.vaˈno.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νε‐ο‐προ‐σλαμ‐βα‐νό‐με‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

νεοπροσλαμβανόμενος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr