Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νεοπλασία οι νεοπλασίες
      γενική της νεοπλασίας των νεοπλασιών
    αιτιατική τη νεοπλασία τις νεοπλασίες
     κλητική νεοπλασία νεοπλασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεοπλασία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική neoplasie < αρχαία ελληνική νεο- + -πλασία < πλάσσω[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ne.o.plaˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νε‐ο‐πλα‐σί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νεοπλασία θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)