νεοδαρβινισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νεοδαρβινισμός < νεο- + δαρβινισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Neo-Darwinism)
Ουσιαστικό επεξεργασία
νεοδαρβινισμός αρσενικό
- (επιστημονικός όρος, βιολογία) θεωρία εξέλιξης που αντιπροσωπεύει μια σύνθεση της θεωρίας του Κάρολου Δαρβίνου σχετικά με τη φυσική επιλογή και τη γενετική θεωρία του Γκρέγκορ Μέντελ
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Neo-Darwinism στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
νεοδαρβινισμός