νεκρόφοβος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νεκρόφοβος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική necrophobe < αρχαία ελληνική νεκρός + φόβο;
Ουσιαστικό επεξεργασία
νεκρόφοβος αρσενικό ή θηλυκό
- που φοβάται τους νεκρούς ή (γενικότερα) τον θάνατο