Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νεκροπομπός οι νεκροπομποί
      γενική του νεκροπομπού των νεκροπομπών
    αιτιατική τον νεκροπομπό τους νεκροπομπούς
     κλητική νεκροπομπέ νεκροπομποί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεκροπομπός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νεκροπομπός αρσενικό

  1. αυτός που μεταφέρει τον νεκρό στον τάφο του
  2. αυτός που συνοδεύει τις ψυχές των νεκρών στον Άδη (ο Χάρων)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία