ναυτόπαιδο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ναυτόπαιδο < αρχαία ελληνική ναυτοπαίδιον < ναύτης + παῖς
Ουσιαστικό επεξεργασία
ναυτόπαιδο ουδέτερο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ναυτόπαιδο
ναυτόπαιδο ουδέτερο