Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ναυταθλητικός η ναυταθλητική το ναυταθλητικό
      γενική του ναυταθλητικού της ναυταθλητικής του ναυταθλητικού
    αιτιατική τον ναυταθλητικό τη ναυταθλητική το ναυταθλητικό
     κλητική ναυταθλητικέ ναυταθλητική ναυταθλητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ναυταθλητικοί οι ναυταθλητικές τα ναυταθλητικά
      γενική των ναυταθλητικών των ναυταθλητικών των ναυταθλητικών
    αιτιατική τους ναυταθλητικούς τις ναυταθλητικές τα ναυταθλητικά
     κλητική ναυταθλητικοί ναυταθλητικές ναυταθλητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ναυταθλητικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

ναυταθλητικός

  • που έχει να κάνει με τον αθλητισμό ο οποίος σχετίζεται με σκάφη (π.χ. ιστιοφόρα, κανό)

  Μεταφράσεις επεξεργασία