νατράσβεστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | νατράσβεστος | ||
γενική | του | νατράσβεστου | ||
αιτιατική | τον | νατράσβεστο | ||
κλητική | νατράσβεστε | |||
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
νατράσβεστος αρσενικό
- (χημεία) κοκκώδης μάζα (γκρίζα ή λευκή), που προκύπτει από τη σύνθεση υδροξειδίου του ασβεστίου, υδροξειδίου του νατρίου και υδροξειδίου του καλίου σε συνθήκες υψηλής θερμοκρασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νατράσβεστος